κρετίνος

κρετίνος
ο
ο διανοητικά καθυστερημένος, ο ηλίθιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρετίνος — ο 1. αυτός που πάσχει από κρετινισμό 2. υπερβολικά ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cretin < γαλλ. διαλεκτ. τ. cretin < λατ. christianus < χριστιανός. Με τη λ. αυτή δηλώθηκε αρχικά ομάδα ατόμων με συγκεκριμένη νοητική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”